Food Service τ. 147

76 οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, σήμερα. Ανεξάρτητα εάν η πατάτα εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, η ντομάτα τον 16ο αιώ- να, η μπεσαμέλ επικράτησε χάρη στον Τσελεμεντέ ή εάν κάποια συνταγή πριν εκατό χρόνια περιλάμβανε άγρια χόρτα και όχι κατεψυγμένο σπανάκι μαζικής παραγωγής. Βέβαια, η συζήτηση θα μπορούσε εύ- κολα να στραφεί σε μία κατεύθυνση κα- τά πόσον είναι κανείς τουρκοφάγος ή τουρκολάγνος και να εκκινήσει μαραθώ- νιες συζητήσεις, καταλήγοντας ακόμη και σε θέματα… εξωτερικής πολιτικής. Μη λησμονούμε και τον προ, σχεδόν δε- καετίας, «πόλεμο του μπακλαβά». Όμως εδώ θέλουμε να θίξουμε μία άλλη διάσταση, περισσότερο πρακτική αλλά ίσως και σημαντική. Μήπως η δια- τήρηση –εκούσια ή μη– αυτών των λέξε- ων μπορεί να βλάπτει ένα βασικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τον τουρισμό, για την ανάταση της οποίας καταβάλλουμε πολλαπλές και επώδυνες προσπάθειες. Στο προκείμενο λοιπόν. Μία, από τις εκ των εκπεφρασμένων δηλώσεων συ- ναγόμενη, στρατηγική ανάδειξης του ελ- ληνικού τουρισμού είναι και η διαφο- ροποίηση. Αυτή κατά βάση ενισχύεται ή θεμελιώνεται μέσω της «μοναδικότητας» του προϊόντος. Μεταξύ πολλών άλλων «μοναδικών» στοιχείων που συνθέτουν το ελληνικό τουριστικό προϊόν είναι και η γαστρονομία. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η γαστρονομία αποτελεί πεδίο έντονης δράσης του Δημοσίου, πρωτο- στατούντων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μέσω πληθώ- ρας ενεργειών περί αγροδιατροφής, υπό την αιγίδα του υπουργείου Τουρισμού και του ΕΟΤ. Υπάρχουν, όμως, και πολλές ενέργειες προβολής στο εξωτερικό άλ- λων φορέων, αφιερωμένες στην ελληνική κουζίνα. Παράλληλα, κινητοποίηση και του ιδιωτικού τομέα με εξαιρετικές ενέρ- γειες όπως της Aldemar (πρόγραμμα Κέ- ρασμα), το Sani στη Χαλκιδική με το πρω- τοποριακό φεστιβάλ γαστρονομίας κ.ά. Όμως, μάλλον μας διαφεύγει ότι προ- βάλλουμε συχνά προϊόντα μαγειρικά, δηλαδή εδέσματα (ελπίζω να αποδε- χθούμε να μην τα αποκαλούμε πιάτα, γιατί ο όρος αφορά το κεραμικό ή πλα- στικό σκεύος) με ονόματα που χρησιμο- ποιούν και ανταγωνιστικές χώρες. Μόλις τον Φεβρουάριο, το υπουργείο Πολιτι- σμού και Τουρισμού της Τουρκίας πα- ρουσίασε στον ιστότοπό της τους δέκα διάσημους «μεζέδες» (meze culture) της χώρας, όπου ευτυχώς μόνον η φάβα συ- μπίπτει ονομαστικά. Είναι γνωστό, όμως, ότι οι «μεζέδες» της γείτονος ονομαστι- κά, αλλά σε κάποιο βαθμό και σε περι- εχόμενο, ταυτίζονται με αντίστοιχους ελληνικούς. Το αυτό συμβαίνει σε μεγα- λύτερο ή μικρότερο βαθμό και με άλλες χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα (ειδικά στη ζαχαροπλαστική) αλλά και στη βαλκανική ενδοχώρα. Βέβαια, γνωρίζουμε ότι ο εγγύς ευ- ρύτερος γεωγραφικά χώρος και ειδικά της Ανατολικής Μεσογείου ήταν δρα- στήριος για αιώνες και οι πολιτιστικές και διατροφικές ανταλλαγές μεταξύ των πληθυσμών –ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκείας– υπήρξαν αδιάκοπες. Αυτό σημαίνει πως κανείς, βάσιμα, δεν δύνα- ται να ισχυριστεί την πατρότητα ή τη μητρότητα κανενός εδέσματος. Άλλωστε, αρκετές από τις προαναφερόμενες κοι- νές ονομασίες δεν είναι καν οθωμανικές, αλλά πιθανόν περσικές ή και αραβικές. Επομένως, δεν συζητάμε την απόκρυψη της ιστορικής διαδρομής μας αλλά την αναθεώρηση της γλώσσας της σημερινής καθημερινής ζωής και κυρίως ως προς την παρουσίασή τους στο διεθνές κοινό. Ίδια και όμως μοναδικά Συμπερασματικά, είναι ζήτημα απο- τελεσματικής και ορθής προβολής της μοναδικότητας των ελληνικών γαστρο- νομικών προϊόντων και εδεσμάτων. Μπορούμε να προωθήσουμε τη μοναδι- κότητα, όταν τουλάχιστον ονομαστικά –ας αφήσουμε κατά μέρος το ζήτημα των πρώτων υλών, συνταγών, μαγειρικής τεχνικής– χρησιμοποιούμε όρους που “Τα τελευταία χρόνια η γαστρονομία αποτελεί πεδίο έντονης δράσης του Δημοσίου” OPINIONS

RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg5NDY=