NIΨΟΝ
του Χρήστου «Kuv» Κουβόπουλου
kouvopoulos@compupress.gr
Η
απάντηση είναι εύκολη, απλώς αποτελεί ταμπού και
δεν θέλει να το παραδεχτεί κανένας. Το zombie setting
δικαιολογεί δύο βαριές παρανομίες και αμαρτίες, το φό-
νο και την κλοπή. Για να το κάνω λιανά, κανένας δεν θα σε κα-
τηγορήσει αν φυτέψεις μία σφαίρα στο σιχαμένο γείτονα, στο μι-
σητό αφεντικό ή στην απαίσια πρώην, γιατί πολύ απλά… «δεν εί-
ναι πια άνθρωπος, είναι τέρας». «Κάτσε, ρε φίλε, μπορεί να βρε-
θεί μία θεραπεία, δεν ξέρ–»... «Όοοοοχι, είναι τέρας»... Μπορείς
να το σκοτώσεις, δεν θα σου πει κανένας τίποτε. Ωραία τα ορκ,
οι εξωγήινοι, τα φαντάσματα και τα τέρατα για να βγάλουμε το
άχτι μας, αλλά δεν μας καλύπτουν πια τόσο πολύ, γιατί είναι
«φανταστικά και δεν υπάρχουν». Από την άλλη, προς θεού, δεν
μπορείς να δολοφονήσεις έναν συνάνθρωπο. Οπότε έχει βρεθεί
η μέση λύση: Το «τέρας» είναι άνθρωπος στη μορφή, αλλά δεν
είναι πια ο εαυτός του. Βολικό, έτσι; Αντίστοιχα, η κληρονομιά
της αφθονίας, οι ατελείωτοι καρποί μίας καταναλωτικής κοινω-
νίας, το κέρας της Αμάλθειας, είναι πλέον δωρεάν. Στο zombie
setting, η σκηνή όπου «αδειάζεις» ένα ράφι τρόφιμα σε ένα κα-
ροτσάκι και φεύγεις χωρίς να πληρώσεις, είναι η καθημερινότη-
τα. Αν θέλεις να επιβιώσεις, αν θέλεις να σώσεις τους γύρω σου
και την ανθρωπότητα, απλούστατα ΠΡΕΠΕΙ να σκοτώσεις δεκά-
δες (πρώην) ανθρώπους, γιατί αλλιώς θα σου φάνε τα μυαλά,
και ΠΡΕΠΕΙ να κλέψεις ό,τι δεν είναι καρφωμένο κάτω.
Ας διαχωρίσουμε την πραγματικότητα σε δύο σενάρια και ας
δούμε, έστω για μία σελίδα, «σοβαρά» το θέμα. Η πρώτη πραγ-
ματικότητα είναι χωρίς ζόμπι και η δεύτερη με ζόμπι.
Στην πρώτη πραγματικότητα ξυπνάς, πας στη δουλειά, στο
σχολείο ή στον ΟΑΕΔ και απλώς περιμένεις να περάσει μία ημέ-
ρα μιζέριας, όπου ανέχεσαι πολιτική, υποκρισία, γκρίνια και ψυ-
χοπλάκωμα, φτώχεια, ανεργία, διαφθορά και πείνα. Αποβλακώ-
νεσαι στην τηλεόραση, αποθεώνεις το star system, σε ψεκά-
ζουν χημικά, περιμένεις σε ουρές, πληρώνεις τα σπασμένα και
λες και «ευχαριστώ».
Στη δεύτερη, είσαι ήρωας και ξυπνάς με έναν σκοπό: Να βγά-
λεις την ημέρα με τα μυαλά άθικτα στο κρανίο σου. Σηκώνεσαι
νωρίς, τρως κορνφλέικς και παίρνεις την καραμπίνα του παπ-
πού για μερικές αναγνωριστικές βόλτες στον κεντρικό δρόμο
της πόλης σου. Οι δρόμοι είναι άδειοι και ήσυχοι, υπάρχουν συ-
ντρίμμια παντού, σπασμένα γυαλιά, φωτιές σιγοκαίνε, αλλά
εσύ είσαι cool και μασουλάς ένα μήλο που βρήκες. Βρίσκεις
ένα άθικτο φαρμακείο και αποφασίζεις να μαζέψεις μερικές
προμήθειες: Ασπιρίνες, γάζες, αντιβιοτικά. Το κατακρεουργημέ-
νο κουφάρι-ζόμπι που ήταν κάποτε ο φαρμακοποιός, ξεπρο-
βάλλει αργά από τον πάγκο – είναι ο κυρ–Τάσος που τον έβριζε
όλη η γειτονιά, γιατί ήταν τσιφούτης και μίζερος και όλοι κάπο-
τε τον είχαν καταραστεί να πεθάνει βασανιστικά (που να ’ξε-
ραν). Είναι ο κυρ–Τάσος, με το μουστάκι και τα γυαλάκια του…
αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ο κυρ–Τάσος, αλλά ένα τερατώδες
απομεινάρι που δικαιολογείσαι να σκοτώσεις χωρίς τύψεις. Οπό-
τε ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Με την κάννη να καπνίζει και με
γεμάτο το σακίδιο, βγαίνεις από το φαρμακείο. Έχεις κουραστεί
να περπατάς, όμως, και σκέφτεσαι να πεταχτείς στην άλλη
άκρη της πόλης. Βρίσκεις ένα τεράστιο Cayenne, μετακινείς το
κουφάρι του οδηγού του και κάνεις μία επιτόπου κατάσχεση.
Περνάς από το βενζινάδικο να το φουλάρεις. Όσο γεμίζει το
ντεπόζιτο, θυμάσαι μία εποχή που κάποτε εδώ έκανε ουρές ο
κόσμος για να πληρώσει 3 ευρώ το λίτρο και χαμογελάς θλιμ-
μένος. Μπαίνεις μέσα και βρίσκεις δύο μπίρες στο ψιλικατζίδικο
του βενζινάδικου – το ψυγείο δουλεύει ακόμα και είναι κρύες.
Τις παίρνεις και φεύγεις. Οδηγείς στην άλλη μεριά της πόλης,
χωρίς να σταματάς σε κόκκινα φανάρια, πίνοντας μία παγωμένη
Γκίνες. Δεν βρίσκεις σταθμό στο ραδιόφωνο, οπότε βάζεις ένα
DVD να παίζει και αναπολείς παλιές ραδιοφωνικές εκπομπές με
κόσμο να κουτσομπολεύει. Στο δρόμο κάνεις διάφορες στάσεις
και ψαχουλεύεις μαγαζιά για τιμαλφή και πολύτιμα αντικείμενα:
Μερικοί φακοί και εργαλεία από το Praktiker, κονσέρβες και νε-
ρά από το ΑΒ, μερικά χοντρά ρούχα από το Factory Outlet (έρ-
χεται κρύο) και μερικές κούτες βιβλία και DVDs από το Public
για το βράδυ που είσαι ταμπουρωμένος στο υπόγειο. Περνάς
και από το Ikea και ρίχνεις έναν ύπνο στην έκθεση με τα κρεβά-
τια, απλώς επειδή... μπορείς. Το αμάξι γεμίζει με προμήθειες, η
μέρα περνά και αποφασίζεις να γυρίσεις στη βάση. Καθώς πλη-
σιάζεις τη βουλή/δημαρχείο της πόλης, βλέπεις μερικά ζόμπι
με κοστούμια να σέρνονται προς το μέρος σου. Αναγνωρίζεις
τον πιο σιχαμένο, διεφθαρμένο πολιτικό που κατέστρεψε τον
τόπο, που είναι ουσιαστικά υπεύθυνος για τα κακά της πραγμα-
τικότητας #1. Μόνο που δεν είναι ο ίδιος, αλλά ένα «τέρας».
Υπενθυμίζω: Κρατάς γεμάτη καραμπίνα. Το ζόμπι βαδίζει αργά,
πολύ αργά. Με το χέρι στην καρδιά, τι θα κάνεις;...
Κι εγώ το ίδιο.
PC
ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ
ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ
PC Master
22
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ: ΖΟΜΠΙ
Με τα νέα επεισόδια του «Walking Dead» να προβάλλονται στην Αμερική, με τις εικόνες
κατεστραμμένων πόλεων στο Lonesome Road του Fallout: New Vegas και τα ζόμπι του
Dead Island ακόμα μία νωπή ανάμνηση, βρέθηκα πάλι να αναρωτιέμαι: Τι είναι αυτό που
μας ελκύει σε σκηνές καταστροφής και γιατί τα ζόμπι είναι τόσο δημοφιλή;
Τι καλό πλιάτσικο θα κάνουμε σήμερα;