πλήθη ανθρώπων αναζήτησαν ένα καλύτερο
μέλλον. Στη Δυτική Ευρώπη, τέτοιας έκτασης
πληθυσμιακές μετακινήσεις είχαν να συμ-
βούν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέ-
μου και την κατάρρευση των αποικιακών αυ-
τοκρατοριών. Κύματα μεταναστών συνέρρε-
αν στις μητροπόλεις, συχνά νόμιμα και ύστε-
ρα από πρόσκληση των ενδιαφερόμενων
κρατών που ζητούσαν φθηνό εργατικό δυνα-
μικό για να αναζωογονήσουν τις κατεστραμ-
μένες από τον πόλεμο βιομηχανικές υποδο-
μές τους. Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα, η Ιτα-
λία και η Τουρκία έπαιξαν το ρόλο των χω-
ρών εξαγωγής μεταναστών προς την υπόλοι-
πη Ευρώπη και την Αμερική. Χιλιάδες συμπα-
τριώτες μας πήραν το δρόμο της ξενιτιάς για
να δουλέψουν σε ανθρακωρυχεία, σε εργο-
στάσια και να αναζητήσουν ένα καλύτερο
μέλλον σε πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες, στε-
ρώντας όμως ταυτόχρονα και το ελληνικό
κράτος από ένα μεγάλο υγιές κομμάτι του
εργατικού δυναμικού του. Η Γερμανία, το
Βέλγιο και λιγότερο άλλες χώρες απέκτησαν
δραστήριες ελληνικές παροικίες, οι οποίες με
τη γενικότερη δράση τους, εξελίχθηκαν σε
άτυπους πρεσβευτές του ελληνισμού.
Το 1989 όμως, με την πτώση του τείχους
του Βερολίνου και αργότερα με την κατάρ-
ρευση της ΕΣΣΔ, τα δεδομένα ήταν πολύ δια-
φορετικά. Υστερα από 45 χρόνια διχασμού
και διαίρεσης της Ευρώπης σε δύο μπλοκ, η
απότομη αλλαγή σκηνικού στις χώρες που
τελούσαν υπό την κηδεμονία της ΕΣΣΔ δημι-
ούργησε σε σημαντικό τμήμα του πληθυ-
σμού τους μία τάση φυγής προς τις αναπτυγ-
μένες χώρες της Δύσης. Αυτή η τάση διευ-
ρύνθηκε από τις συνθήκες που επικράτησαν
μετά την πτώση του κομουνισμού, όταν η
κατάρρευση των οικονομιών και η καλπάζου-
σα διαφθορά οδήγησαν στη φτώχεια και
στην εξαθλίωση ένα σημαντικό τμήμα του
πληθυσμού.
Ετσι, οι νέοι και όσοι αναζητούσαν ένα κα-
λύτερο μέλλον στράφηκαν στη λύση της με-
τανάστευσης, ελπίζοντας ότι αυτή θα τους
απαλλάξει από τις κακουχίες που περνούσαν
στη χώρα τους. Από τις κοντινές στην Ελλά-
δα χώρες –Βουλγαρία και Ρουμανία– άρχισαν
λοιπόν να «κατεβαίνουν» οι πρώτοι οικονομι-
κοί μετανάστες. Η μεγάλη αλλαγή όμως ήρ-
θε όταν κατέρρευσε το σταλινικό καθεστώς
της Αλβανίας. Ξαφνικά, η ελληνική κοινωνία
βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με ένα
πρόβλημα που δεν ήταν προετοιμασμένη κα-
τάλληλα να λύσει: Εναν μεγάλο αριθμό αν-
θρώπων που αναζητούσαν «μία θέση στον
παράδεισο». Η Ελλάδα, η χώρα με την οποία
υπήρχαν κοινά σύνορα και η πρόσβαση μπο-
ρούσε να είναι πιο εύκολη σχετικά με τη διά
θαλάσσης πρόσβαση στην επίσης γειτονική
Ιταλία, δέχθηκε ξαφνικά έναν πολύ μεγάλο
κύμα μεταναστών. Αρχικά, μάλιστα, αυτό έγι-
νε με ημιεπίσημη κρατική προτροπή.
Η ξαφνική αυτή μεταβολή που συντελέ-
στηκε στην ελληνική κοινωνία «ξύπνησε» αι-
σθήματα και συμπεριφορές που είχαν μπει
στο περιθώριο για πολλά χρόνια. Η καχυπο-
ψία προς τους ξένους που εισέβαλαν ξαφνι-
κά στη ζωή και στην καθημερινότητα των
Ελλήνων έκανε την εμφάνισή της και όπως
είναι φυσικό συνδυάστηκε με μία γενική αί-
σθηση ανασφάλειας. Αν και τα στατιστικά
στοιχεία δείχνουν ότι δεν σημειώθηκε σημα-
ντική μεταβολή στον απόλυτο αριθμό κα-
κουργημάτων που διαπράχθηκαν τα πρώτα
χρόνια μετά την εισροή του πρώτου μετανα-
στευτικού κύματος, η κοινή γνώμη παρακο-
λουθούσε για πρώτη φορά τα τηλεοπτικά δι-
καστήρια να δικάζουν και να καταδικάζουν,
αποδίδοντας ευθύνες στους εκάστοτε προ-
φανείς υπόπτους, υποκαθιστώντας τη δικαιο-
σύνη και τους θεσμούς τους κράτους. Η
Ελληνική Αστυνομία, οικοδομημένη με τα
«υλικά» και τα δεδομένα παλαιοτέρων επο-
χών, προσπαθούσε να ανταποκριθεί και να
αποκαταστήσει στο μέσο πολίτη την αίσθηση
της ασφάλειας και της τάξης, αλλά η συνε-
χής άνοδος της λεγόμενης μικροεγκληματι-
κότητας δεν της άφηνε πολλά περιθώρια για
να πετύχει το έργο της.
Σημείο καμπής και ανοδική
πορεία
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι
ανθρωποκτονίες και οι ένοπλες ληστείες
(ίσως συμβαδίζοντας και με το γενικότερο
κλίμα ευμάρειας που επικρατούσε τότε στη
χώρα μας) είχαν παραμείνει σχετικά σταθερές
τόσο σε απόλυτο αριθμό όσο και σε ποσοστό
(αριθμός εγκλημάτων ανά 100.000). Επιπλέ-
ον, οι υποθέσεις ανθρωποκτονιών που εξι-
χνιάστηκαν από την Ελληνική Αστυνομία εί-
χαν αυξηθεί σημαντικά.
Το 1995, όμως, υπήρξε το έτος-καμπή για
την εγκληματικότητα στην Ελλάδα, αφού απ’
αυτή τη χρονιά ξεκίνησε την ανοδική πορεία
της, την οποία σημειώνει μέχρι σήμερα. Ηταν
η πρώτη χρονιά στην οποία παρατηρήθηκε
μία μεγάλη αύξηση του αριθμού των κλοπών
και των διαρρήξεων σε όλη την ελληνική
επικράτεια.
Η μικροεγκληματικότητα, πολλές φορές
υπό τη σκέπη οργανωμένων σπειρών, άρχισε
να κατέχει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι
στο βιβλίο συμβάντων των αστυνομικών τμη-
μάτων. Οι κλοπές εκτοξεύτηκαν από τις
46.299 το 1994, στις 60.398 το 1995 και επί
μία τετραετία, μέχρι το 1998 παρέμειναν στα
ίδια επίπεδα (το 1997 μάλιστα πλησίασαν τις
70.000). Ο απόλυτος αριθμός των εξιχνια-
σμένων υποθέσεων παρέμενε σταθερός γύ-
ρω στις 5.000 με 6.000, φανερώνοντας την
προσωρινή αδυναμία της ΕΛΑΣ να προσαρμο-
στεί στα νέα δεδομένα, δηλαδή στην έκρηξη
της παραβατικότητας στο επίπεδο του μικρο-
εγκλήματος.
Από το 1998 τα αρνητικά αυτά δεδομένα
άρχισαν να ανατρέπονται. Η πτώση του από-
λυτου αριθμού των κλοπών και των διαρρή-
ΑΣΦΑΛΕΙΑ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
22
ΕΓΚΛΗΜΑΤ ΙΚΟΤΗΤΑ, ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
Ο οπλισμός των
κακοποιών
σήμερα, αρκετές
φορές φαίνεται
ανώτερος ακόμη
και από εκείνον
της Αστυνομίας,
καθώς η
πρόσβαση σε
λεηλατημένα
στρατιωτικά
αποθέματα που
κυκλοφορούν
στις παράνομες
αγορές έχει
μετατρέψει τις
συμμορίες σε
κατόχους μικρών
οπλοστασίων.
Η άρση του εμπολέμου με την Αλβανία αρχικά,
καθώς και το άνοιγμα των συνόρων αργότερα, μετά
την πτώση των γειτονικών κομουνιστικών
καθεστώτων, προκάλεσαν μία διαρκώς αυξανόμενη
ροή μεταναστών (κυρίως παράνομων) από τα
γειτονικά κράτη.
“